Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βαρύζηλος
βαρυηκοέω-οῶ
βαρυηκοΐα
βαρυηκοέω-οῶ
[
ᾰῠ
] avoir l’ouïe dure,
Hpc.
462, 44 et 51
(
ms.
βαρηκοέω
).
Étym.
βαρυήκοος
.