βαρυηκοέω-οῶ

βαρυηκοΐα

βαρυήκοος
βαρυηκοΐα, ας () [ᾰῠ] dureté de l’ouïe, Nyss. 1, 219c ||
E Ion. -οΐη, Hpc. 1247e, 1248h.
Étym. βαρυήκοος.