βιάζω

βιαιοθανασία

βιαιοθανατέω-ῶ
βιαιοθανασία, ας () [ᾰᾰσ] mort violente, P. Alex. Apot. 24, p. 66, l. 13 Boer.
Étym. βιαιοθάνατος.