βραχύϐιος

βραχυϐιότης

βραχυϐλαδής
βραχυϐιότης, ητος () [ᾰῠ] courte existence, Arstt. Probl. 34, 10 ; en parl. de plantes, Th. H.P. 4, 13, 1.
Étym. βραχύϐιος.