βραχυϐιότης

βραχυϐλαδής

βραχύϐωλος
βραχυ·ϐλαδής, ής, ές [ᾰῠ] qui cause un court dommage ou peu de dommage, Luc. Trag. 323.
Étym. βρ. βλάπτω.