βραχυέπεια

βραχυκαταληκτέω-ῶ

βραχυκατάληκτος
βραχυκαταληκτέω-ῶ [ᾰῠᾰᾰ] se terminer par une syllabe brève, Drac. 15, 21.
Étym. βραχυκατάληκτος.