βραχυκαταληκτέω-ῶ

βραχυκατάληκτος

βραχυκαταληξία
βραχυ·κατάληκτος, ος, ον [ᾰῠᾰᾰ] qui se termine par une syllabe brève, Dysc. Pron. 324a ; Arc. 192, 20 ; μέτρον βρ. Héph. 4, 4 ; A. Quint. p. 50, mètre brachycatalecte, c. à d. auquel manque un pied.
Étym. βρ. καταλήγω.