βραχύνω

βραχύνωτος

βραχυόνειρος
βραχύ·νωτος, ος, ον [ᾰῠ] qui a le dos court ou petit, Oracl. (Str. 262) ; Ruf. (Orib. 2, 93 B.-Dar.).
Étym. βρ. νῶτος.