βραχύνωτος

βραχυόνειρος

βραχυπαραληκτέω-ῶ
βραχυ·όνειρος, ος, ον :
1 qui a peu de songes ou des songes courts, Plat. Tim. 45e ||
2 qui est un songe de courte durée, Plut. M. 686a.
Étym. βρ. ὄνειρος.