χρυσαστράγαλος

χρυσάττικος οἶνος

χρυσαυγέω-ῶ
χρυσ·άττικος οἶνος () vin artificiel qu’on fabriquait en Attique, A. Tr. 3, 50.
Étym. χρ. Ἀττικός.