Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρηματοφθορικός
χρηματο·ποιός,
ός, όν
[
ᾰ
] qui procure des richesses, de l’argent,
Ar.
Eccl.
442 ;
Xén.
Œc.
20, 15
.
Étym.
χρῆμα, ποιέω
.