χρηματοδαίτης

χρηματοποιός

χρηματοφθορικός
χρηματο·ποιός, ός, όν [] qui procure des richesses, de l’argent, Ar. Eccl. 442 ; Xén. Œc. 20, 15.
Étym. χρῆμα, ποιέω.