δειρόπαις

δειροτομέω-ῶ

δείρω
δειρο·τομέω-ῶ, f. ήσω, couper le cou, décapiter, acc. Il. 21, 89, 555 ; 23, 174 ; Od. 22, 349.
Étym. δειρή, -τόμος de τέμνω.