Δευτερονόμιον

δευτερόπρωτος

δεύτερος
δευτερό·πρωτος, ος, ον, le premier d’un second ordre, d’une seconde série : τὸ δευτερόπρωτον σάϐϐατον, le premier sabbat après le second jour de la Pâque, NT. Luc. 6, 1.
Étym. δ. πρῶτος.