διαγκυλίζομαι

διαγκυλόομαι-οῦμαι

διάγκυλος
δι·αγκυλόομαι-οῦμαι [] avoir les doigts engagés dans la courroie du javelot, c. à d. être prêt à lancer ou brandir (le javelot) Xén. An. 5, 2, 12 (pf. pass. part. διηγκυλωμένος, v. διαγκυλίζομαι).
Étym. διά, ἀγκύλη.