διαγκυλόομαι-οῦμαι

διάγκυλος

διαγκωνισμός
δι·άγκυλος, ος, ον [] formé de deux courroies ou de lacets séparés l’un de l’autre, Orib. 91 Mai.
Étym. διά, ἀγκύλη.