διατίθημι

διατιλάω-ῶ

διατίλλω
δια·τιλάω-ῶ [τῑ] (seul. ao.) rendre des excréments, Hippiatr. p. 105 (inf. -ῆσαι) ; 194 (sbj. 3 sg. -ήσῃ).