διδυμότης

διδυμοτοκέω-ῶ

διδυμοτοκία
διδυμοτοκέω-ῶ [ῐῠ] mettre au monde des jumeaux, Hpc. 205h ; Arstt. H.A. 6, 19, 3 ; Geop. 18, 9, 2.
Étym. διδυμοτόκος.