Δίδυμος

διδυμότης

διδυμοτοκέω-ῶ
διδυμότης, ητος () [ῐῠ] état de choses naturellement doubles (yeux, mains, etc.) Plat. Phil. 57d ; Gal. 4, 497 ; A. Quint. p. 162.
Étym. δίδυμος.