διθυραμϐογενής

διθυραμϐοδιδάσκαλος

διθυραμϐοποιητική
διθυραμϐο·διδάσκαλος, ου () [ῑῠῐᾰλ] poète dithyrambique, litt. qui enseigne à réciter des dithyrambes, Ar. Pax 828.
Étym. δ. διδάσκαλος.