Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δορατισμός
δορατόγλυφος
δορατοξόος
*δορατό·γλυφος,
seul.
δουρατόγλυφος,
ος, ον
[
ᾰῠ
] taillé
ou
sculpté en bois,
Lyc.
361
.
Étym.
δόρατ-
th. de
δόρυ, γλύφω
.