Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δροσοειδῶς
δροσοείμων
δροσόεις
δροσο·είμων,
ων, ον,
gén.
ονος,
vêtu de rosée,
Orph.
H.
20, 6 ;
50, 6
.
Étym.
δρόσος, εἷμα
.