Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσαναπόρευτος
δυσανασκεύαστος
δυσανάσφαλτος
δυσ·ανασκεύαστος,
ος, ον
[
ῠᾰν
] qui se rétablit difficilement,
A. Tr.
12, 776
.
Étym.
δ. ἀνασκευάζω
.