δυσανασκεύαστος

δυσανάσφαλτος

δυσανασχετέω-ῶ
δυσ·ανάσφαλτος, ος, ον [ῠᾰν] qui se rétablit difficilement, Hpc. 382, 12.
Étym. δ. ἀνασφάλλω.