Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσχείρωτος
δυσχεραινόντως
δυσχεραίνω
δυσχεραινόντως,
adv.
avec indignation,
Arstt.
Rhet.
3, 7, 3
.
Étym.
δυσχεραίνω
.