δυσέκκρουστος

δυσεκλάλητος

δυσέκλειπτος
δυσ·εκλάλητος, ος, ον [ῠᾰ] difficile à exprimer par la parole, DH. Lys. 11.
Étym. δ. ἐκλαλέω.