Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεπιχείρητος
δυσεπούλωτος
δυσέραστος
δυσ·επούλωτος,
ος, ον
[
ῠ
] qui se cicatrise difficilement,
Gal.
6, 418
.
Étym.
δ. ἐπουλόω
.