δυσεξάγωγος

δυσεξάλειπτος

δυσεξανάλωτος
δυσ·εξάλειπτος, ος, ον [ῠᾰ] difficile à effacer, fig. Pol. Exc. Vat. p. 460 ; DS. 3, 6 ; Lgn 7, 3 ; Hdn 2, 3.
Étym. δ. ἐξαλείφω.