δυσεξάτμιστος

δυσεξέλεγκτος

δυσεξέλικτος
δυσ·εξέλεγκτος, ος, ον []
1 difficile à convaincre ou à réfuter, Plat. Phæd. 85c ||
2 difficile à découvrir, DH. 3, 5 ||
Sup. -ότατος, Plat. l. c.
Étym. δ. ἐξελέγχω.