δυσεξέλεγκτος

δυσεξέλικτος

δυσεξερεύνητος
δυσ·εξέλικτος, ος, ον [] difficile à dérouler, à développer, d’où à expliquer, DH. Amm. 2, p. 792, 9 ; Plut. Brut. 13, M. 968c.
Étym. δ. ἐξελίσσω.