Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξεύρετος
δυσ·εξερεύνητος,
ος, ον
[
ῠ
] difficile à découvrir
ou
à explorer,
Arstt.
Pol.
7, 11, 6
.
Étym.
δ. ἐξερευνάω
.