Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεξερεύνητος
δυσεξεύρετος
δυσεξήγητος
δυσ·εξεύρετος,
ος, ον
[
ῠ
] difficile à trouver,
Arstt.
H.A.
9, 5 ;
Plut.
M.
407
f
.
Étym.
δ. ἐξευρίσκω
.