Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεξεύρετος
δυσεξήγητος
δυσεξημέρωτος
δυσ·εξήγητος,
ος, ον
[
ῠ
] difficile à expliquer en détail,
DL.
9, 13
.
Étym.
δ. ἐξηγέομαι
.