Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δυσεξήγητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσ·εξημέρωτος,
ος, ον
[
ῠ
] difficile à apprivoiser,
Plut.
Artax.
25
.
Étym.
δ. ἐξημερόω
.