δυσκατανόητος

δυσκατάπαυστος

δυσκατάπληκτος
δυσ·κατάπαυστος, ος, ον [ᾰᾰ] difficile à calmer, Eschl. Ch. 470 ; d’où agité, Th. Vent. 35 ; fig. Eur. Med. 109 ; Plut. Alex. 31 ||
Cp. -ότερος, Th. l. c.
Étym. δ. καταπαύω.