δυσκατάπαυστος

δυσκατάπληκτος

δυσκαταπολέμητος
δυσ·κατάπληκτος, ος, ον [κᾰ] difficile à effrayer, à abattre, Pol. 1, 67, 4.
Étym. δ. καταπλήσσω.