δυσκατάποτος

δυσκατάπρακτος

δυσκατάρτιστος
δυσ·κατάπρακτος, ος, ον, difficile à accomplir, Xén. Cyr. 8, 7, 12, au cp. -ότερος.
Étym. δ. καταπράσσω.