δυσκατάπρακτος

δυσκατάρτιστος

δυσκατάσϐεστος
δυσ·κατάρτιστος, ος, ον [κᾰ] qui ne peut exécuter ou accomplir, Hippiatr. p. 54.
Étym. δ. καταρτίζω.