δυσκατάρτιστος

δυσκατάσϐεστος

δυσκατάστατος
δυσ·κατάσϐεστος, ος, ον [κᾰ] difficile à éteindre, DS. 4, 55 ; Plut. M. 417b.
Étym. δ. κατασϐέννυμι.