δυσπρόσοιστος

δυσπρόσοπτος

δυσπροσόρμιστος
δυσ·πρόσοπτος, ος, ον :
1 horrible à voir, Soph. O.C. 286 ||
2 terrible à voir, Soph. El. 460 ; Plut. Æmil. 12.
Étym. δ. προσόψομαι.