εἰδωλομανία

εἰδωλόμορφος

εἴδωλον
εἰδωλό·μορφος, ος, ον :
1 formé d’après une image, Geop. 10, 9 ||
2 qui a la forme d’une idole, Bas. 2, 821 c Migne.
Étym. εἴδωλον, μορφή.