εἰσποίησις

εἰσποιητός

εἰσπορεύω
εἰσποιητός, ή, όν, adopté, adoptif (enfant) Lys. fr. 33 ; Dém. 1088, 3 ; 1390, 8.
Étym. vb. d’εἰσποιέω.