εἰσποιητός

εἰσπορεύω

εἰσπράκτης
εἰσ·πορεύω, introduire, Eur. El. 1285 (prés. impér. -ευέτω) ||
Moy. entrer, s’introduire, Xén. Cyr. 2, 3, 21 (impf. 3 pl. εἰσεπορεύοντο).