ἐλεφαντοκομία

ἐλεφαντόκωπος

ἐλεφαντομαχία
ἐλεφαντό·κωπος, ος, ον, à poignée d’ivoire, Thpp. com. (Poll. 7, 158 ; 10, 145) ; Luc. Somn. 26.
Étym. ἐ. κώπη.