ἐλεφαντόκωπος

ἐλεφαντομαχία

ἐλεφαντομάχος
ἐλεφαντομαχία, ας () [μᾰ] combat d’éléphants, Plut. Pomp. 52.
Étym. ἐλεφαντομάχος.