ἐλεφαντομαχία

ἐλεφαντομάχος

ἐλεφαντόπηχυς
ἐλεφαντο·μάχος, ος, ον [μᾰ] qui combat contre des éléphants, Str. 775.
Étym. ἐ. μάχομαι.