Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐμπνευματικός
ἐμπνευματοποιέομαι-οῦμαι
ἐμπνευματόω-ῶ
ἐμ·πνευματοποιέομαι-οῦμαι
[
ᾰ
]
c. le suiv.
au pass.
A. Aphr.
Probl.
65, 2
.
Étym.
ἐν, πν.