ἐμπνευματικός

ἐμπνευματοποιέομαι-οῦμαι

ἐμπνευματόω-ῶ
ἐμ·πνευματοποιέομαι-οῦμαι [] c. le suiv. au pass. A. Aphr. Probl. 65, 2.
Étym. ἐν, πν.