ἐμπνευματόω-ῶ

ἐμπνευματώδης

ἐμπνευμάτωσις
ἐμ·πνευματώδης, ης, ες [] qui donne des vents, Diosc. 5, 10.
Étym. ἐν, πνεῦμα, -ωδης.