ἐμπυρίζω

ἐμπύριος

ἐμπυρισμός
ἐμ·πύριος, ος, ον [] c. ἔμπυρος, Jambl. Myst. 7, 2 ; Procl. Plat. Parm. 631 Stallb.
Étym. ἐν, πῦρ.