ἐνενηκονταεννέα

ἐνενηκονταέξ

ἐνενηκονταετής
ἐνενηκοντα·έξ, n. de n. indécl. quatre-vingt-seize, Spt. 1 Esdr. 8, 63.
Étym. ἐ. ἕξ.