ἐγκαταπάλλομαι

ἐγκαταπήγνυμι

ἐγκαταπίμπρημι
ἐγ·καταπήγνυμι [] (ao. ἐγκατέπηξα) ficher dans, enfoncer dans, dat. : ξίφος κουλεῷ ἐγκ. Od. 11, 98 ; ou abs. ἐγκ. τὸ ξίφος, Plut. M. 313e, remettre un glaive au fourreau ; κεφαλὴν δόρατι ἐγκ. Hdn 1, 13, ficher une tête sur une pique.
Étym. ἐν, κ.